-
1 καταρκέω
A to be fully sufficient, ; ;πρὸς τὰς παρασκευάς Jul.Or.1.29c
: impers., it is enough,καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρκέω
См. также в других словарях:
καταρκώ — καταρκῶ, έω (Α) 1. είμαι πολύ επαρκής, είμαι πλήρως αρκετός («ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει», Ευρ.) 2. απρόσ. καταρκεῑ είναι αρκετό, φτάνει («καταρκεῑ τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρκῶ «είμαι αρκετός»] … Dictionary of Greek